- Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ
- (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε ηλικία πέντε ετών σε θέατρα ποικιλιών και ύστερα από μερικές περιοδικές εμφανίσεις με πλανόδιους θιάσους τον προσέλαβε ο ιμπρεσάριος Φρεντ Κάρνο, που τον χρησιμοποίησε ως νεαρό κωμικό. Το 1910, μαζί με τον Κάρνο, ταξίδεψε στην Αμερική και παρουσιάστηκε στο Colonial Theatre της Νέας Υόρκης. Η επιτυχία του υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε διέλυσε το συμβόλαιό του με τον Κάρνο και προσελήφθη από τον Μακ Σένετ, για λογαριασμό του οποίου έπαιξε και κατά ένα μέρος σκηνοθέτησε το 1914 34 κωμικά σκετς και μια ταινία μεγάλου μήκους. Ήταν ταινίες χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά χάρη σε αυτές ο Τ. απέκτησε πολύτιμη πείρα και επαγγελματική εξειδίκευση. Σε αυτές ερμήνευε τον ρόλο του Τσας, ενός γελωτοποιού χωρίς ξεκάθαρο ακόμα τύπο και χαρακτήρα. Τον επόμενο χρόνο υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Essanay, για την οποία σκηνοθέτησε 16 ταινίες. Ήταν κι αυτές μικρού μήκους φάρσες, αλλά ο Τ. τις φρόντισε περισσότερο. Γεννιόταν έτσι ο μικρόσωμος αλήτης με τη μοναδική εμφάνιση (το μπομπέ, το μπαστουνάκι από μπαμπού και το μουστακάκι-βούρτσα), που στις αγγλοσαξονικές χώρες είχε πάρει το όνομα Τσάρλι και στον υπόλοιπο κόσμο το όνομα Σαρλό. Ο Τ. τελειοποίησε την τέχνη της σύντομης φάρσας με τις ταινίες που σκηνοθέτησε το 1916-17 για λογαριασμό της εταιρίας Mutual, κατορθώνοντας να συνδυάσει σε μια τέλεια ενότητα ύφους τη σατιρική νότα με τις συγκινησιακές καταστάσεις. Με όλη τη συντομία τους οι φάρσες εμπλουτίζονταν σιγά σιγά με καινούργια και πιο σύνθετα στοιχεία, ωσότου, με τον Μετανάστη (1917), ο Τ. σχεδίασε οριστικά τον τύπο του. Ο Σαρλό γινόταν ο καθρέφτης μιας ορισμένης ανθρώπινης κατάστασης: του μετανάστη που δεν καταφέρνει να αφομοιώσει τα ήθη του καινούργιου περιβάλλοντος και βρίσκεται επομένως σε συνεχή σύγκρουση με την κοινωνία. Από τον Μετανάστη έως τους Μοντέρνους καιρούς (1936), όλες οι ταινίες του T., με μοναδική εξαίρεση το Μια γυναίκα από το Παρίσι (1923) –τη μόνη που σκηνοθέτησε χωρίς να πρωταγωνιστεί ο ίδιος– αποτελούν έναν μεγάλο κύκλο, που μπορεί να θεωρηθεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες εκδηλώσεις της τέχνης του 20ού αι. και ασφαλώς η υψηλότερη και πιο ώριμη στιγμή όπου έφτασε ο κινηματογράφος μέχρι σήμερα. Τα πιο σημαντικά κεφάλαια του μεγάλου αυτού κύκλου είναι: Σκυλίσια ζωή (1918), όπου η ακροβατική κωμικότητα του Σαρλό γίνεται αγώνας για την επιβίωση σε ένα άθλιο και σκληρό περιβάλλον· Ο Σαρλό στρατιώτης (1918), όνειρο ενός νεοσύλλεκτου του αμερικανικού στρατού, που φαντάζεται τον εαυτό του πρωταγωνιστή μεγάλων πολεμικών κατορθωμάτων και συμβάλλει έμμεσα στην καταστροφή των μύθων του πολέμου και του ηρωισμού· Το χαμίνι (1921), που δίνει μεγαλύτερη επιφάνεια και βάθος στον τύπο του αλήτη που τον προσβάλλουν, αλλά ποτέ δεν μπορούν να τον ταπεινώσουν, τύπο που υπήρχε ήδη στη Σκυλίσια ζωή· 0 προσκυνητής (1923), που παρουσιάζει το αδύνατο της αποκατάστασης ενός δραπέτη από τις φυλακές σε μια κοινωνία γεμάτη υποκρισία και προλήψεις· Ο χρυσοθήρας (1925), που ζωγραφίζει με υπέροχη σατιρική φαντασία την ευφορία της λεγόμενης βρυχώμενης δεκαετίας 1920-1930 (roaring twenties)· To τσίρκο (1928), που παρουσιάζει με υπερβολή που φτάνει μέχρι το γκροτέσκ τα ίδια μοτίβα, τοποθετώντας την αφήγηση στον χαρακτηριστικό κόσμο του τσίρκου· Τα φώτα της πόλης (City Lights, (1931), συγκινητική απεικόνιση του ανθρώπου που παλεύει ανάμεσα στις επιδιώξεις του και στην πραγματικότητα· Μοντέρνοι καιροί, στο οποίο ο αλήτης που ξέρουμε παρασύρεται στις κοινωνικές ταραχές που χαρακτηρίζουν την άνοδο της τεχνοκρατίας. Στις παραμονές του B’ Παγκοσμίου πολέμου, καινούργια και πιο αγχώδη προβλήματα αναστάτωσαν την ευαισθησία του T.: πρώτα η επικράτηση των ολοκληρωτικών και παράλογων ιδεολογιών που περίμεναν από τον πόλεμο, από τον μύθο της ανώτερης φυλής και, κατά συνέπεια, από τον αντισημιτισμό, την πραγματοποίηση των επιδιώξεών τους. Ο Τ. αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Σαρλό, γιατί δεν τον θεωρούσε πια άξιο να εκφράσει το καινούργιο δράμα που αντιμετώπιζε ο κόσμος και, μαζί με τον Σαρλό, αποφάσισε να εγκαταλείψει την τεχνοτροπία του βωβού κινηματογράφου, που εξακολουθούσε να υποστηρίζει πεισματικά μέχρι τότε. Γεννήθηκε έτσι η πρώτη ομιλούσα ταινία του, Ο δικτάτορας (1940), στην οποία, με όπλο τη σάτιρα, βρήκε τον τρόπο να εκφράσει την απέχθειά του προς τη ναζιστική ιδεολογία και τον προφήτη της, αλλά και να διαγράψει προφητικότατα την τροχιά που θα ακολουθούσαν και ο προφήτης και η ιδεολογία του, τη στιγμή ακριβώς που βρίσκονταν στον κολοφώνα της ισχύος τους.
Ο B’ Παγκόσμιος πόλεμος, με τις φρικαλεότητές του, τις γενοκτονίες του, ξεπέρασε τις πιο μαύρες προβλέψεις του καλλιτέχνη, γι’ αυτό και ο σκέφτηκε να δείξει, χρησιμοποιώντας μια παράδοξη ιστορία, την ανατροπή των ηθικών αξιών που είχε ζήσει. Ο τίτλος της ταινίας ήταν Ο κύριος Βερντού (1947), σκιαγραφία ενός σύγχρονου κυανοπώγωνα, που θεωρεί δίκαιο να σκοτώνει τις γυναίκες του, αφού οι εκτελεστές των μαζικών φόνων αντί να τιμωρούνται δοξάζονται ως ήρωες και σωτήρες της πατρίδας. Ο άμεσος υπαινιγμός στις ατομικές βόμβες που ρίχτηκαν στο ιαπωνικό έδαφος και τις οποίες ο Τ. τοποθετούσε στο ίδιο επίπεδο εγκληματικότητας με τα γερμανικά στρατόπεδα γενοκτονίας, έθιξε δυσάρεστα την πατριωτική περηφάνεια του αμερικανικού κοινού, που υποδέχτηκε την ταινία ψυχρά και κατηγόρησε τον δημιουργό της για την αχαριστία εναντίον της χώρας στην οποία είχε κερδίσει φήμη και πλούτη. Οι σχέσεις του Τ. και της δεύτερης πατρίδας του χειροτέρεψαν σε τέτοιο σημείο, που, για να παρουσιάσει όπως έπρεπε την επόμενη ταινία του, Τα φώτα της ράμπας (1952), αναγκάστηκε να μεταβεί στην Ευρώπη. Στα Φώτα της ράμπας περιγράφονταν τα τελευταία χρόνια της ζωής ενός γέρου κλόουν, που δεν έβρισκε δουλειά γιατί δεν κατόρθωνε να κάνει το κοινό να γελάσει. Ο κλόουν όμως έσωζε από την αυτοκτονία μια χορεύτρια και πριν πεθάνει κατόρθωνε να την οδηγήσει στην επιτυχία. Ήταν ένας αισιόδοξος αντίλογος στα σκοτεινά συμπεράσματα του Κυρίου Βερντού, μια ανανεωμένη ομολογία πίστης στον άνθρωπο, που ο Τ. τον χαρακτήριζε «καλύτερο από τον ήλιο και τα αστέρια», «το πολυτιμότερο κεφάλαιο». Μετά τα Φώτα της ράμπας ο Τ. δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Το 1957 σκηνοθέτησε την ταινία Ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη, αιχμηρή σάτιρα όλων των ελαττωμάτων του αμερικανικού πολιτισμού. Κατόπιν, αφού δημοσίευσε το βιβλίο Η αυτοβιογραφία μου (1964), γύρισε την Κόμησσα από το Χονγκ-Κονγκ (1966). Τον Μάρτιο του 1973 οι Αμερικανοί του απένειμαν το Όσκαρ. Το 1976 έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, καθώς και του Εθνικού Ινστιτούτου Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ.
Μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι ο Τσάπλιν υπήρξε ο μόνος δημιουργός του κινηματογράφου που κατόρθωσε να ξεπεράσει κάθε φορά τα δεσμά της τεχνικής και του πειραματισμού, τα οποία μονίμως επηρεάζουν την κινηματογραφική γλώσσα, και που το έργο του μπόρεσε να σταθεί δικαιωματικά ως έργο τέχνης. Στην επιβολή του συνέβαλαν κυρίως δύο παράγοντες: πρώτα το ότι ήταν ολοκληρωμένος δημιουργός, αφού ο ίδιος ασχολήθηκε προσωπικά και χωρίς μεσάζοντες με όλες τις δημιουργικές φάσεις των ταινιών του, από το θέμα της ταινίας έως τη σκηνική του διάρθρωση, από τη σκηνοθεσία έως τη μουσική και την ερμηνεία· και, κατά δεύτερο λόγο, η υψηλή ποιότητα της μιμικής του και της ερμηνείας του, που τον έκαναν εξαίρετο ηθοποιό και δημοφιλή σε όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτό εξηγεί και γιατί ποτέ δεν γράφτηκαν για κανέναν σύγχρονο καλλιτέχνη τόσα βιβλία και άρθρα όσα για τον Τ. Τα χαρακτηριστικά αυτά στοιχεία, ανεπανάληπτα έως τώρα στον κόσμο του κινηματογράφου, συνετέλεσαν γενικά στο να θεωρείται ο Τ. ως εξαιρετικό φαινόμενο, μία ρξαίρεση, χωρίς καμία σχέση π.χ. με τον πολιτισμό και την τέχνη είτε της πρώτης πατρίδας του, της Μεγάλης Βρετανίας, είτε της δεύτερης, των ΗΠΑ.
Όταν η κριτική αργότερα εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στην τέχνη του Τ. θα ανακαλύψει ασφαλώς την ύπαρξη και την πολλαπλότητα των σχέσεων αυτών: από το σεβασμό προς τις αγγλικές παραδόσεις –και εδώ εμφανίζεται αυτόματα το όνομα του Τσαρλς Ντίκενς– μέχρι τη θετική αφομοίωση του αμερικανικού πολιτισμού. Το τέλειο αμάλγαμα αυτών των δύο τόσο διαφορετικών πηγών, που κατόρθωσε να δημιουργήσει μέσα στην πλήρη ενότητα των περισσότερων ταινιών του, αποτελεί ένα μέτρο, κάθε άλλο παρά επουσιώδες, της ακριβής αξίας της τέχνης του.
Ο ηθοποιός Τ. Τσάπλιν σε μία χαρακτηριστική φωτογραφία.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν θεωρείται γενικά ως ο μέγιστος εκπρόσωπος της κινηματογραφικής τέχνης σε παγκόσμια κλίμακα.
Σκηνή από την ταινία του Τ. Τσάπλιν «Τα φώτα της πόλης» (1931).
Σκηνή από την ταινία «Ο Σαρλώ στρατιώτης» (1938).
Οι ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν μπορεί να θεωρηθούν ως μια από τις πιο ολοκληρωμένες εκδηλώσεις της τέχνης του εικοστού αιώνα εδώ «Ο δικτάτωρ» (1940).
Χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία «Τα φώτα της ράμπας» (1952).
Οι ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν μπορεί να θεωρηθούν ως μια από τις πιο ολοκληρωμένες εκδηλώσεις της τέχνης του εικοστού αιώνα «Ο Χρυσοθήρας» (1925).
Dictionary of Greek. 2013.